Η Αποτυχημένη Πολιτική των κομμάτων και της Ε.Ε. οδηγεί σε Νέες Αυξήσεις στο Ρεύμα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και όλα τα κόμματα που μετείχαν τις τελευταίες δεκαετίες στην διαμόρφωση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της αποστέρησης του κράτους από τις πλουτοπαραγωγικές του πηγές, χρήζουν δριμείας κριτικής για την αποτυχία τους να εξασφαλίσουν ενεργειακή αυτάρκεια, οδηγώντας σε συνεχείς αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της αυξημένης δαπάνης για ηλεκτρική ενέργεια. Σε αυτό το άρθρο, θα αναλύσουμε τις αιτίες της αποτυχίας των κυβερνητικών πολιτικών, εστιάζοντας στην απόφαση για το κλείσιμο των λιγνιτικών εργοστασίων, την θέσπιση του νόμου για το Χρηματιστήριο Ενέργειας, την πολιτική της Ε.Ε. για την πράσινη ανάπτυξη και τις συνέπειες των αυξήσεων στην κοινωνία και την οικονομία.

Η ευθύνη βαρύνει και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ως εύπορη οικονομική ένωση κρατών δεν φρόντισε να αναπτύξει νέες τεχνοτροπίες που θα εξασφαλίσουν άφθονη και φθηνή ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες και φτάνει σήμερα στο σημείο να εξαρτά την ενεργειακή της επάρκεια από την Ρωσία, που όλως παραδόξως, αντί να καθήσει σε ένα τραπέζι να τα βρει με τους εκπροσώπους της, επιβάλλει οικονομικό εμπάργκο κι έχει ταχθεί απέναντί για να την πολεμήσει, τινάζοντας στον αέρα οικονομίες, αλλά και την ίδια την ασφάλεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για κάθε Ευρωπαίο πολίτη.

Αιτίες της Αποτυχίας της Κυβερνητικής Πολιτικής

Κλείσιμο Λιγνιτικών Εργοστασίων: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο του 2019 ότι η Ελλάδα θα κλείσει όλα τα λιγνιτικά εργοστάσια μέχρι το 2028, με την πλειονότητα αυτών να σταματούν τη λειτουργία τους μέχρι το 2023. Συνολικά, 14 λιγνιτικές μονάδες έχουν προγραμματιστεί για κλείσιμο. Ο στόχος αυτής της απόφασης ήταν η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και η συμβολή στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ευθυγραμμισμένη με τις ευρωπαϊκές πολιτικές για την πράσινη ενέργεια.

Ανεπαρκής Σχεδιασμός Ενεργειακής Πολιτικής: Η ταχεία απολιγνιτοποίηση δεν συνοδεύτηκε από επαρκή σχεδιασμό για την αντικατάσταση της χαμένης παραγωγικής ικανότητας. Ως αποτέλεσμα, η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο, η τιμή του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές ρεύματος.

Θέσπιση του Νόμου για το Χρηματιστήριο Ενέργειας: Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το 2018 ψηφίστηκε ο νόμος για το Χρηματιστήριο Ενέργειας, με στόχο την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και τη διαφάνεια στις τιμές. Παρόλο που ο νόμος είχε στόχο την ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, στην πράξη οδήγησε στην κερδοσκοπία και τη χειραγώγηση των τιμών από ισχυρούς παράγοντες της αγοράς. Το ρεύμα, παρότι αποτελεί κοινωνικό αγαθό υψίστης ανάγκης, αποτιμάται μέσω του Χρηματιστηρίου, με την τιμή να κυμαίνεται ανάλογα με τη ζήτηση και τις τακτικές των κερδοσκόπων.

Πολιτική της Ε.Ε. για την Πράσινη Ανάπτυξη: Η Ε.Ε. έχει θέσει ως προτεραιότητα την πράσινη ανάπτυξη, πιέζοντας τα κράτη μέλη να επιταχύνουν τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει προκαλέσει προβλήματα στην ενεργειακή αυτάρκεια των κρατών μελών, αυξάνοντας την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, ιδιαίτερα από τη Ρωσία. Η συγκυρία του ρωσικού εμπάργκο και οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου έχουν δημιουργήσει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Αντίθετα, η Γερμανία, αν και υποστηρίζει την πράσινη ανάπτυξη, συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον φθηνό ελληνικό λιγνίτη για να εξασφαλίσει φθηνή ενέργεια για τη βιομηχανία της. Η επιβολή φόρου για τα “δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα” είναι ένα μέτρο που θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί εν μέσω απειλής μιας ενδεχόμενης πολεμικής σύγκρουσης, μαζί με τους στόχους για την “πράσινη ανάπτυξη”.

Αδυναμία Προώθησης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ): Παρά τις υποσχέσεις για επενδύσεις στις ΑΠΕ, η υλοποίηση αυτών των έργων παραμένει ανεπαρκής. Το 2023, οι ΑΠΕ καλύπτουν περίπου το 35% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει το 45% και ο λιγνίτης το 15%.

Καθυστερήσεις σε Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις: Η αδυναμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον ενεργειακό τομέα έχει συμβάλει στις αυξήσεις των τιμών. Οι καθυστερήσεις στη διασύνδεση των νησιών με το ηπειρωτικό δίκτυο και οι προβληματικές ιδιωτικοποιήσεις ενεργειακών εταιρειών είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Πολιτικές Πιέσεις και Έλλειψη Διάφανειας: Η έλλειψη διαφάνειας στις αποφάσεις για την τιμολόγηση του ρεύματος και οι πολιτικές πιέσεις από ισχυρά συμφέροντα έχουν οδηγήσει σε αποφάσεις που επιβαρύνουν τους καταναλωτές.

Επιδράσεις των Αυξήσεων στις Τιμές του Ρεύματος

Οικονομική Επιβάρυνση Νοικοκυριών: Οι συνεχείς αυξήσεις στο ρεύμα επιβαρύνουν σημαντικά τα νοικοκυριά, ειδικά τα χαμηλότερα εισοδήματα. Οι αυξήσεις αυτές περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα για άλλες βασικές ανάγκες, δημιουργώντας σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.

Πίεση στις Επιχειρήσεις: Οι αυξήσεις των τιμών του ρεύματος πλήττουν ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυξάνοντας τα λειτουργικά τους κόστη και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση για τους καταναλωτές.

Αύξηση της Φτώχειας Ενέργειας: Η φτώχεια ενέργειας, δηλαδή η αδυναμία των νοικοκυριών να πληρώσουν για επαρκή θέρμανση και ηλεκτρισμό, είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα. Αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και την ποιότητα ζωής των πολιτών.

Κοινωνική Δυσαρέσκεια και Πολιτική Αστάθεια: Οι αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος έχουν προκαλέσει έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια, οδηγώντας σε διαμαρτυρίες και πιέσεις προς την κυβέρνηση για λήψη άμεσων μέτρων ανακούφισης. Η πολιτική σταθερότητα τίθεται υπό αμφισβήτηση καθώς η δυσαρέσκεια των πολιτών αυξάνεται.

Προοπτική για το Μέλλον

Η Ε.Ε. καλείται να βρει την οντότητά της λαμβάνοντας αποφάσεις που συμβαδίζουν με την ευημερία των ανθρώπων και προπαντός, με τη λογική. Οι πρόσφατες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αποτελέσουν κρίσιμο σημείο αναφοράς για το μέλλον της ενεργειακής πολιτικής στην Ευρώπη. Μετά τις εκλογές, η φωνή της λογικής θα πρέπει να ακουστεί πιο έντονα στα έδρανα της Ευρωβουλής, οδηγώντας σε πιο ισορροπημένες και δίκαιες πολιτικές που θα διασφαλίζουν την ενεργειακή αυτάρκεια και τη σταθερότητα για όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της λεγόμενης “πράσινης ανάπτυξης” με ρεαλισμό και κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι κρίσιμο να υιοθετηθούν πολιτικές που θα ενισχύσουν την ενεργειακή αυτάρκεια των κρατών μελών, μειώνοντας την εξάρτηση από εξωτερικές πηγές ενέργειας και διασφαλίζοντας την προσιτή πρόσβαση στην ενέργεια για όλους τους πολίτες. Επιπλέον νέες λύσεις για την παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να αναζητηθούν. Μόνο έτσι μπορεί η Ε.Ε. να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους χωρίς να θυσιάσει την οικονομική και κοινωνική ευημερία των κατοίκων της.

Η αποτυχημένη πολιτική του κομματικού κράτους στον ενεργειακό τομέα και οι νέες αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Η ανάγκη για άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις είναι επιτακτική. Η κυβέρνηση πρέπει να επανεξετάσει την ενεργειακή της στρατηγική, να επενδύσει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να διασφαλίσει μια δίκαιη μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη που δεν θα επιβαρύνει περαιτέρω τους πολίτες. Η φωνή της λογικής και της δικαιοσύνης πρέπει να ακουστεί, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να διασφαλιστεί η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη στο μέλλον.

Ζραφκόπουλος Γεώργιος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *