Γιατί δεν πείθει η Εκκλησία πως είναι κατά …

ΙΣΤΟΡΙΑ

Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή το νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση, η εκκλησία εξέδωσε εγκύκλιο με την οποία δηλώνει πως τάσσεται κατά του γάμου των ζευγαριών του ιδίου φύλου (θρησκευτικού και πολιτικού). 

Μέσα από τον δημόσιο λόγο, μεμονωμένοι ιεράρχες  τοποθετήθηκαν  αρνητικά για το θέμα της ομοφυλοφιλίας, λέγοντας πως δεν υπάρχει στον χώρο της Εκκλησίας, θέλοντας να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη μια εικόνα άμεμπτη και αμόλυντη για το σώμα των κληρικών. Απώτερος σκοπός της αντίθεσης που εκφράστηκε, είναι να διαμορφωθεί προς την κοινωνία η εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι ο κατεξοχήν θεσμός που προστατεύει την οικογένεια, η οποία βεβαίως και βάλλεται αποφασιστικά από την WOKE ατζέντα, που επιβάλλει μια μερίδα νεοταξιτών, στοχεύοντας ουσιαστικά στην διάλυσή της.

 Ακολουθεί απόσπασμα από τις δηλώσεις του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων του ΟPEN TV : 

Ωστόσο μια σε βάθος έρευνα στην παράδοση της Εκκλησίας, χωρίς φόβο και πάθος, πέρα και μακράν από τα πραγματικά περιστατικά ομοφυλοφιλίας που έρχονται στο φως καθημερινά μέσα από δημόσιες δηλώσεις εν ενεργεία ή τέως κληρικών και πολιτών, αναδεικνύει ένα ιστορικό προηγούμενο στα εκκλησιαστικά πράγματα που έρχεται σε απόλυτη παράκρουση με την εικόνα που προσπαθεί να δημιουργήσει …

Υπάρχουν λοιπόν βάσιμα ιστορικά επιχειρήματα, ότι η Εκκλησία όχι μόνο δεν απέρριπτε επίσημα στο παρελθόν τους ομοφυλόφιλους από τις τάξεις της, αλλά μέσα από την τελετή της λεγόμενης “Αδελφοποιίας” ή “Αδελφοποίησης”, ένωνε και ευλογούσε με θρησκευτική ευχή μπροστά στο Ευαγγέλιο δύο άρρενες που ένιωθαν “ψυχικό” δεσμό αγάπης μεταξύ τους. Η τελετή της “ένωσης” δύο ανδρών, γινόταν πανομοιότυπα με την τελετή του γάμου, μπροστά σε ιερέα, με κεριά, συγγενείς, κουμπάρους κλπ. Από εκεί λέγεται ότι προέρχεται ο χαρακτηρισμός “αδερφή”, που ισχύει έως τις μέρες μας για να κατονομάσει κάποιον που είναι ομοφυλόφιλος.

 Η τελετή της Αδελφοποιίας γινόταν συστηματικά από ιερείς και λαϊκούς από το Βυζάντιο έως την Οθωμανοκρατία. Καταργήθηκε από την Καθολική Εκκλησία τον 15ο αιώνα, ενώ από την Ορθόδοξη Εκκλησία τέσσερεις ολόκληρους αιώνες αργότερα, με σχετικές εγκυκλίους  (7/2/1834, 26/9/1862), απειλώντας μάλιστα με τιμωρίες τους παραβάτες λαϊκούς και ιερείς, προφανώς υπό την πίεση του κοινωνικού κατατρεγμού.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας το “Πηδάλιον” «Περί συνοικεσίων», κεφάλαιο Ι’. :

Από την ανάγνωση του παραπάνω κεφαλαίου, προκύπτει ότι συχνά ανάμεσα στους αδελφοποιητούς που εισέρχονταν σε “γαμήλια αδελφότητα” υπήρχε ερωτική σχέση, όπως επισημαίνει και ο ιστορικός Φράνκο Μορμάντο, ότι «απλώς επιτρέπει σε ορισμένα άτομα να εκπληρώσουν τις σαρκικές επιθυμίες τους και να απολαύσουν αισθησιακές απολαύσεις, όπως έχουν αμέτρητα παραδείγματα πραγματικής εμπειρίας παρουσιαστεί σε διάφορες εποχές και σε διάφορα μέρη…». πηγή

Αναφέρεται ξεκάθαρα, ότι οι Αδελφοποιήσεις αποβλήθηκαν από την Εκκλησία και απαγορεύτηκαν, χαρακτηρίζοντας τους νυμφίους ως «ψευδαδελφοποιητούς», που ικανοποιούν «τας ηδονάς και τα σαρκικά των θελήματα» καθώς «η δοκιμή μυρία έδειξε τα παραδείγματα κατά διαφόρους καιρούς και τόπους».

Παραδείγματα ονομαστών ενώσεων μεταξύ ανδρών που κατέγραψε η ιστορία είναι πχ :

Οι δύο “γάμοι” του Βασιλείου του Α΄( Σλάβος ιδρυτής της “ψευδο – Μακεδονικής Δυναστείας”), ο οποίος αδελφοποιήθηκε με τον Νικόλαο, που ήταν μάλιστα μοναχός και μερικά χρόνια αργότερα αδελφοποιήθηκε με τον Ιωάννη που ήταν γιος μιας πλούσιας χήρας. Η πληροφορία προέρχεται από τα Χρονικά του Ιωάννη Σκυλίτζη, που ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος και ιστορικός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. πηγή. Για το ίδιο γεγονός έχει δημοσιευτεί άρθρο στον ακαδημαϊκό ιστότοπο the conversation από καθηγητή πανεπιστημίου Mark Masterson, λέκτορα στο Victoria University of Wellington. Επίσης υπάρχει αναφορά στο βιβλίο του Τζων Μπόσγουελ, “Γάμοι μεταξύ ανδρών: Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα, Ρώμη και μεσαιωνική Ευρώπη” (θα επανέλθουμε σε μελλοντικό άρθρο για να ξεκαθαρίσει το θέμα που αφορά την Ελλάδα ).

Οι δύο αυτές σχέσεις του άνοιξαν την πόρτα για την κατάκτηση του θρόνου, αφού οδηγήθηκε από ασήμαντος και αγράμματος ιπποκόμος που ήταν, να γίνει ευνοούμενος και συν-αυτοκράτορας του Μιχαήλ Γ’, τον οποίο κατόπιν δολοφόνησε. Ο Βασίλειος είχε και φυσικά αδέλφια τους Βάρδα και Μαριανό, οι οποίοι μάλιστα τον βοήθησαν στην μετέπειτα οργάνωση της δολοφονίας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο δε Νικόλαος είχε κι εκείνος αδελφό ένα γιατρό, ο οποίος φρόντισε να έρθει ο Βασίλειος σε επαφή με την αυτοκρατορική αυλή. ΠΗΓΗ

Ο “γάμος” του Βασιλείου Α΄ με τον Ιωάννη, όπως μας διασώζεται από στη «Χρονογραφία» του βυζαντινού αξιωματούχου και ιστορικού Ιωάννη Σκυλίτζη. Διακρίνονται από αριστερά: Η μητέρα του Ιωάννη Δανιηλίδα, το ζεύγος Βασίλειος – Ιωάννης, ο ιερέας, που τελεί τον “γάμο” και πίσω του άλλοι ιερείς, ενώ ανάμεσα στο ζεύγος και στον ιερέα φαίνεται ανοιγμένο το Ευαγγέλιο.

Βέβαια οι εκπρόσωποι του Δόγματος προσπαθούν διαχρονικά να ωραιοποιήσουν και να συγκαλύψουν τα πράγματα, αλλά οι ιστορικές πηγές και η λογική τους προδίδει. Ποιος σώφρων λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος πιστεύει, ότι μια τέτοια τελετή (της αδελφοποίησης) αποσκοπούσε στην δημιουργία μια τεχνητής συγγένειας μεταξύ δύο ανδρών και μόνο ; Τι νόημα θα μπορούσε να εξυπηρετεί ένας τέτοιος θεσμός εντός της Εκκλησίας, όπου όλοι οι πιστοί ήταν ούτως ή άλλως “αδέλφια” μεταξύ τους (αδελφοί εν Χριστώ) ; 

 Η Αδελφοποίηση εμφανίζεται από την Εκκλησία ως ένας ανώτερος ψυχικός δεσμός πνευματικής αγάπης, αποκομμένος από σαρκικές απολαύσεις, ωστόσο προφανώς και δεν μπορεί να πείσει για πολλούς λόγους… 

Ένας προφανής είναι ότι όταν δύο άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, αισθάνονται έντονα ψυχικά συναισθήματα ο ένας για τον άλλο, είναι πολύ πιθανό να νιώθουν και σαρκική έλξη. Αυτό είναι ένα θέμα που άπτεται της φυσιολογίας του ανθρώπου. Επίσης γνωρίζουμε ότι η απουσία του αντίθετου φύλου, ιδιαίτερα στα μοναστήρια και στον ανώτερο κλήρο είναι ο κανόνας, οπότε ακούγεται εντελώς παράλογο να ενισχύονται οι στενές ομόφυλες σχέσεις, που το πιο πιθανό είναι πως λειτουργούσαν ως πειρασμός σε ανθρώπους που στερούνταν εκουσίως την φυσιολογική (ανάμεσα σε άρρεν και θήλυ) σαρκική ένωση. 

Έτσι με το προκάλυμμα της λεγόμενης χριστιανικής αγάπης (έννοια παρεξηγημένη που θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατασταθεί σε κάθε περίπτωση από τη λέξη “σεβασμός”), φαίνεται πως η ομοφυλοφιλία ήταν και είναι παρούσα στην εκκλησιαστική πραγματικότητα. Θα ήταν τιμιότερο λοιπόν για την Εκκλησία να έδειχνε μεγαλύτερη ειλικρίνεια, αναλαμβάνοντας την ευθύνη που της αναλογεί για την κατάντια μεγάλου μέρους της σημερινής κοινωνίας, διότι παρασύρει διαχρονικά την νεολαία σε αντι-αξιακά στερεότυπα (ενώσεις ανδρών), που είναι ασυμβίβαστα με την συνέχιση του Έθνους και την αύξηση του πληθυσμού, που τόσο έχουμε ανάγκη.

Εξάλλου, ο μοναστικός βίος ανδρών και γυναικών, κάθε άλλο παρά αποτελεί ένα υγιές δημιουργικό πρότυπο για την δημιουργία οικογένειας, επιτείνοντας την προβληματική που εδράζεται στον τρόπο σκέψης μεμονωμένων ατόμων και εξηγείται ως απόρροια της απόστασης της παιδείας και του βίου μας (και των προηγούμενων γενεών), από τις Ελλάνιες Αξίες και Αρχές.

Οι Έλληνες θα πρέπει άμεσα να νοήσουμε, ότι ο μόνος δρόμος για να αντιστρέψουμε την πορεία του αφανισμού μας είναι να γκρεμίσουμε τις προκαταλήψεις που εντέχνως διασπείρουν επιτήδειοι, ακόμη κι αν αυτοί ανήκουν σε Θεσμούς που θεωρούμε υπεράνω πάσης υποψίας, διότι αυτοί υπάρχουν και ζουν για να παραμείνουμε στα βάθη της λήθης.

Ευαγγελία Γιαδανού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *