Κάνοντας σήμερα αναδρομή στην πολύχρονη διαδικασία αποπεράτωσης του μετρό Θεσσαλονίκης, που είχε ως αποτέλεσμα την χρόνια ταλαιπωρία των πολιτών της συμπρωτεύουσας, προκαλεί εντύπωση η μαζική ενεργοποίηση χιλιάδων πολιτών που πήρε τις διαστάσεις κινήματος για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το Κίνημα πυροδότησε η αντίδραση, σχετικά με την διαχείριση των αρχαίων μνημείων και ευρημάτων που βρέθηκαν κατά την εκσκαφή του έργου στην τοποθεσία της Αρχαίας Μέσης Οδού, όπου βρίσκεται ο σταθμός Βενιζέλου. Οι πολίτες αποκάλεσαν μάλιστα την αλλαγή πλεύσης και τον κίνδυνο της καταστροφής από την μετακίνηση των αρχαιοτήτων ως ΕΓΚΛΗΜΑ.
Πέρα από την διάχυτη πολιτική εκμετάλλευση του θέματος από τα κόμματα και από την τότε δημοτική αρχή (Γ. Μπουτάρη), που έσπευσαν να κερδίσουν τις εντυπώσεις της κοινής γνώμης και μαζί και ψηφοφόρους, ερωτηματικά γεννώνται μέχρι σήμερα, για ποιο λόγο η κυβέρνηση Μητσοτάκη έλαβε την αιφνιδιαστική απόφαση να προβεί στην λύση της απόσπασης και επανατοποθέτησης των μνημείων, λίγο μόλις διάστημα ύστερα από την ανάληψη της διακυβέρνησης, ακυρώνοντας την προηγούμενη εγκεκριμένη μελέτη, που είχε ήδη αρχίσει να υλοποιείται και είχε κατατεθεί το 2017 από την ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ προς το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ).
Η επεισοδιακή συνεδρίαση του ΚΑΣ της 18ης προς 19η Δεκεμβρίου 2019, που διήρκεσε 19 ολόκληρες ώρες, οδήγησε στην αλλαγή του σχεδίου δρομολόγησης του έργου και στην εκτέλεση της απόφασης του Πρωθυπουργού, την οποία ανακοίνωσε ο ίδιος από το βήμα της ΔΕΘ στις 07/09/2019, αλλά και η Υπουργός Πολιτισμού Λ. Μενδώνη μία ημέρα πριν, σε ειδική επιτροπή της Βουλής.
Σύμφωνα με ανακοίνωση – δελτίο τύπου (21/11/2024) της ΕΛΛΕΤ (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού) πηγή, η κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου με την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων ήταν σε εξέλιξη και διακόπηκε με απόφαση του πρωθυπουργού.
Αυτό επιπλέον συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 42 του αρχαιολογικού νόμου, που αναφέρει ότι « η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του». Τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης εστιάστηκαν στο μη εφικτό της κατασκευής με τις αρχαιότητες στη θέση τους, το οικονομικότερο και ταχύτερο της κατασκευής.
Ωστόσο, σύμφωνα με συνέντευξη του διευθύνοντα συμβούλου της κατασκευάστριας εταιρείας τον Φεβρουάριο του 2019, “το έργο ήταν εντός χρονοδιαγράμματος, το οποίο προέβλεπε την ολοκλήρωση της βασικής γραμμής στις 30-11-2020, χωρίς τον σταθμό Βενιζέλου. Άρα η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να έχει μετρό, έστω και «κολοβό» όπως χαρακτηρίστηκε, από το τέλος του 2020, με τα τεράστια οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη και την κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση του κέντρου…”
“… Η αλλαγή τεχνικής λύσης εκτίναξε το κόστος του έργου στα ύψη (φτάνοντας τα 3 δις ευρώ), συμπεριλαμβανομένης της απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων, δαπάνη που μετά το τέλος του 2023 αντιμετωπίστηκε αποκλειστικά από εθνικούς πόρους … ” σε μια κατά τα άλλα χρεοκοπημένη χώρα με συρρικνωμένη οικονομία και ανύπαρκτη κοινωνική μέριμνα. Παρά το τριπλάσιο κόστος που στοίχισε το μετρό της Θεσσαλονίκης σε σχέση με το συμβατικό κόστος ενός οποιουδήποτε μετρό στον κόσμο, οι κακοτεχνίες που εμφανίστηκαν με την έναρξη λειτουργίας του, είναι πρωτοφανείς για μια υποτίθεται πολιτισμένη χώρα. πηγή
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ακόμα, πως κάποιες από τις αρχαιότητες επέστρεψαν στη θέση τους, ενώ μιλά για την απώλεια της αυθεντικότητας του όλου σκηνικού, που επιχειρεί με τεχνικά μέσα να εντυπωσιάσει. Συνολικά έχουν βρεθεί 300.000 αρχαιολογικά ευρήματα. Και προκύπτει εύλογα το ερώτημα :
Αν επέστρεψαν κάποιες αρχαιότητες στον χώρο, τότε πού βρίσκονται οι υπόλοιπες ; Με ποιο κριτήριο επιλέχθηκαν για να επανατοποθετηθούν ορισμένες και άλλες όχι ; Υπήρχαν αρχαιότητες που δεν έπρεπε για κάποιο λόγο να εκτεθούν δημόσια ;; Μήπως αυτή η επιλογή έγινε σκόπιμα για να μην εμφανιστεί η ελληνικότητα ; Ερωτήσεις που θα μείνουν αίολες έως ότου αναλάβει την διοίκηση της ΕΛΛΑΣ μια πραγματικά ελληνική κυβέρνηση που θα έχει ως αποστολή της την διαφύλαξη και ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και προπάντων της ελληνικότητας.
Αυτό προϋποθέτει την αναβάθμιση της Υπηρεσίας Πολιτισμού, η οποία θα στελεχωθεί με προσωπικό που θα έχει ελληνικό DNA και θα έχει δώσει όρκο στην Πολιτεία. Έργο της θα είναι ο έλεγχος όλων των αρχαιολογικών περιοχών που έχουν βρεθεί και έχουν καλυφθεί σκοπίμως με δόλο, ώστε να μην φανερώνεται και αναδεικνύεται το Ελληνικό Μεγαλείο.
Θα πρέπει να αναζητηθούν και να αναδειχθούν όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι (υπολογίζεται ότι είναι πάνω από 30.000) σε έναν αρχαιολογικό χάρτη, να καθαριστούν προκειμένου να αναδειχθούν αλλά και να αναβιώσουν. Αυτό σημαίνει, για οτιδήποτε έχει κτιστεί πάνω σε αρχαιολογικό τόπο, ναό ή βωμό αυτομάτως θα κατεδαφίζεται ώστε να αποκαλυφθεί η αρχαία κληρονομιά μας. πηγή
Αυτό το απόλυτα σοβαρό εγχείρημα θα φέρει στο φως τα θαμμένα μνημεία της Ελλάνιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η οποία καταπατήθηκε και καταστράφηκε βάναυσα από την μετέπειτα Βυζαντινή Αυτοκρατορία κι αυτό είναι ένα έγκλημα που αποσιωπάται ακόμη και στις μέρες μας από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, που αποτελεί την συνέχεια του ίδιου καθεστώτος από τότε μέχρι σήμερα.
Ευαγγελία Γιαδανού